ανήλιαστος

ανήλιαστος
ανήλιαστος, -η, -ο και ανήλιαγος, -η, -ο
εκείνος που δεν τον βλέπει ο ήλιος ή που δεν εκτέθηκε στις ακτίνες του ήλιου: Ένα από τα δωμάτια του σπιτιού είναι ανήλιαγο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανήλιαστος — η, ο (Μ ἀνηλίαστος, ον) άλιαστος, αυτός που δεν έχει εκτεθεί στον ήλιο ή δεν φωτίζεται από τον ήλιο …   Dictionary of Greek

  • ανήλιος, -ια, -ιο — ανήλιαστος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλιαστος — η, ο [λιάζω] αυτός που δεν ξεράθηκε στον ήλιο ή δεν ζεστάθηκε από τον ήλιο, ανήλιαγος, ανήλιαστος …   Dictionary of Greek

  • ανήλιαγος — η, ο 1. αυτός που δεν βλέπει ή δεν είδε ο ήλιος, ανήλιαστος 2. μτφ. άβγαλτος στον κόσμο, αθώος, τρυφερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος < ηλιάζω. Πρβλ. επίσης ταιριάζω αταίριαγος, σκεπάζω ασκέπαγος κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

  • Κατηφόρης, Νίκος — (Άγιος Πέτρος Λευκάδας 1903 – 1967). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Έγραψε κυρίως διηγήματα και θεατρικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”