ανήλιαστος — η, ο (Μ ἀνηλίαστος, ον) άλιαστος, αυτός που δεν έχει εκτεθεί στον ήλιο ή δεν φωτίζεται από τον ήλιο … Dictionary of Greek
ανήλιος, -ια, -ιο — ανήλιαστος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλιαστος — η, ο [λιάζω] αυτός που δεν ξεράθηκε στον ήλιο ή δεν ζεστάθηκε από τον ήλιο, ανήλιαγος, ανήλιαστος … Dictionary of Greek
ανήλιαγος — η, ο 1. αυτός που δεν βλέπει ή δεν είδε ο ήλιος, ανήλιαστος 2. μτφ. άβγαλτος στον κόσμο, αθώος, τρυφερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος < ηλιάζω. Πρβλ. επίσης ταιριάζω αταίριαγος, σκεπάζω ασκέπαγος κ.λπ.] … Dictionary of Greek
Κατηφόρης, Νίκος — (Άγιος Πέτρος Λευκάδας 1903 – 1967). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Έγραψε κυρίως διηγήματα και θεατρικά … Dictionary of Greek